- λιθογράφημα
- το, -ατοςλιθογραφημένη εικόνα, λιθογραφία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
λιθογράφημα — το λιθογραφημένη εικόνα, λιθογραφία. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιθογραφῶ. Η λ. μαρτυρείται από το 1841 στον Αλεξ. Ραγκαβή] … Dictionary of Greek
λιθογραφία — Τεχνική αναπαραγωγής σχεδίων ή κειμένων σε φύλλα χαρτιού. Το σχέδιο εκτελείται με ειδική μελάνη ή λιπαρό μολύβι (λιθογραφικό μολύβι) στην επιφάνεια μίας παχιάς λειασμένης πλάκας από σκληρό και ομοιογενή ασβεστόλιθο. Οι βασικές μέθοδοι λ. είναι… … Dictionary of Greek
λιθογραφία — η η τέχνη της εκτύπωσης στο χαρτί εικόνων ή κειμένων που είναι χαραγμένα πάνω σε λίθινες πλάκες, το λιθογράφημα: Στο σαλόνι της έχει κρεμάσει σπάνιες λιθογραφίες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)